εξοικειώνω

εξοικειώνω
εξοικειώνω, εξοικείωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξοικειώνω — (AM ἐξοικειῶ, όω) καθιστώ κάποιον οικείο με κάποιον άλλο ή με κάτι, τόν συνηθίζω σε κάτι («εξοικειώθηκε γρήγορα με τα ήθη τού τόπου») αρχ. μσν. 1. μέσ. γίνομαι φίλος, συμφιλιώνομαι («κολακευόντων ὁμόρους... καὶ ἅμα ἐξοικειουμένων», Στράβ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • εξοικειώνω — εξοικείωσα, εξοικειώθηκα, εξοικειωμένος, μτβ., κάνω κάποιον να συνηθίσει σε κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοικείωση — η (AM ἐξοικείωσις) [εξοικειώνω] το να καταστεί κάποιος οικείος ή κάτι οικείο με κάτι άλλο, ο εθισμός …   Dictionary of Greek

  • προεισοικίζομαι — Α 1. εισάγω στην οικία προηγουμένως («Ἰακὼβ τὴν Λείαν προεισοικισάμενο», Κύριλλ.) 2. αφομοιώνω κάτι («ἅς [ἀρετὰς] ἀναγκαῑον μὲν προεισοικίσασθαι καὶ ἐν στέρνοις ἔχειν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσοικίζω «εισάγω ως κάτοικο, εξοικειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσοικειώνω — προσοικειῶ, όω, ΝΑ [οἰκειῶ] νεοελλ. μέσ. προσοικειώνομαι α) (μτβ.) κάνω κάποιον φίλο μου ή οπαδό μου, τόν παίρνω με το μέρος μου, τόν προσεταιρίζομαι β) (αμτβ.) γίνομαι οικείος προς κάτι, προσαρμόζομαι, συνηθίζω («προσοικιώθηκε με τη νέα… …   Dictionary of Greek

  • σκληραγωγώ — σκληραγωγῶ, έω, ΝΑ ανατρέφω κάποιον με τραχύτητα και αυστηρότητα, τόν εθίζω στις ταλαιπωρίες, τόν εξοικειώνω με τις κακουχίες νεοελλ. μέσ. σκληραγωγούμαι, έομαι συνηθίζω τον εαυτό μου στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες αρχ. φρ. «σκληραγωγῶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • συνοικειώνω — συνοικειῶ, όω, ΝΑ εξοικειώνω κάτι ή κάποιον με κάτι, εθίζω κάποιον σε κάτι αρχ. 1. προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο («συνοικειοῡντες τὰ σώματα ταῑς ὥραις ἑκάσταις», Λουκιαν.) 2. κάνω κάτι καταληπτό, κατανοητό 3. (σχετικά με αλληγορίες) συνταυτίζω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”